Ο προβληματισμός για τον εκλογικό νόμο στην Αυτοδιοίκηση πρέπει να είναι γόνιμος…

Ο προβληματισμός στην Τοπική Αυτοδιοίκηση για τον νέο νόμο, με τον οποίο θα γίνουν οι εκλογές του Οκτωβρίου του 2023, είναι εύλογος. Τα συλλογικά όργανα της Αυτοδιοίκησης, τόσο κεντρικά (ΚΕΔΕ), όσο και περιφερειακά (ΠΕΔΚΜ), υποβάλλουν προτάσεις, με στόχο αλλαγές στον νέο εκλογικό νόμο.

Γνώμη μου είναι ότι ο εκλογικός νόμος δεν μπορεί να αλλάζει κατά το δοκούν. Για να ψηφιστεί ο νέος νόμος προηγήθηκε διαβούλευση, κατατέθηκαν τα επιχειρήματα και οι προτάσεις και πλέον έχουμε μια συγκεκριμένη βάση, πάνω στην οποία θα γίνουν οι περιφερειακές και δημοτικές εκλογές.

Και την έχουμε εγκαίρως, κάτι που σημαίνει ότι οι κανόνες υπάρχουν και γνωρίζουμε όλοι πώς πρέπει να λειτουργήσουμε μέχρι τις εκλογές. Αν κάθε τόσο αλλάζουν οι κανόνες, τότε δημιουργούνται συνθήκες ανισότητας και ανισοτιμίας.

Αυτό ως μια γενική παρατήρηση. Υπάρχουν όμως ζητήματα, τα οποία θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν, με διορθώσεις κι όχι με έναν νέο εκλογικό νόμο, όπως και ζητήματα, τα οποία αντιμετωπίζει ο νέος νόμος και ορισμένοι δεν θα ήθελαν για τους δικούς τους λόγους να αντιμετωπιστούν.

Το πιο καταφανές παράδειγμα είναι το σύστημα με το οποίο θα διεξαχθούν οι εκλογές του επόμενου Οκτωβρίου. Η απλή αναλογική με την οποία έγιναν οι εκλογές του 2019, δημιούργησε πλείστα όσα προβλήματα στη λειτουργία και κυρίως στη διοίκηση των δήμων. Οι συνεργασίες, που θεωρητικά θα ενίσχυε η απλή αναλογική, όπως και ο πλουραλισμός, στην πράξη αποδείχτηκαν επιζήμιες κι όχι επωφελείς στο παραγόμενο έργο για τους πολίτες και τον τόπο. Αγνή και άδολη ευρεία συνεργασία δεν υπήρξε σχεδόν σε κανέναν δήμο, που για να αποκτήσει διοίκηση χρειάστηκε να γίνουν εκπτώσεις και υποχωρήσεις ή ακόμη και συνεννοήσεις κάτω από το τραπέζι, αλισβερίσια και προσωπικές συμφωνίες δίχως προγραμματικό πλαίσιο, δίχως αρχές, δίχως ηθική. “Συνεργασίες”, οι οποίες γρήγορα έγιναν τροχοπέδη για την υλοποίηση σημαντικών έργων και παρεμβάσεων. Η απλή αναλογική ανέδειξε ζητήματα “κυβερνησιμότητας” και λειτουργικότητας, ακόμη και σχεδιασμού ή προτεραιοποίησης – ιεράρχησης στους περισσότερους δήμους.

Τώρα αν το ποσοστό 43% με το οποίο βγαίνει πλέον δήμαρχος θα έπρεπε να είναι 50% ή άλλο, είναι κάτι που θα πρέπει να το δούμε στην πράξη. Από τη στιγμή όμως που βγαίνει κυβέρνηση (νόμος ενισχυμένης αναλογικής για τις εθνικές εκλογές) με ποσοστό κάτω από 40%, τότε θεωρώ ότι δεν συνιστά μείζον ζήτημα το ποσοστό με το οποίο εκλέγεται δημοτική αρχή. Το 50% συν μια ψήφος δίνει δημαρχία άλλωστε και με την απλή αναλογική.

Ένα δεύτερο ζήτημα μείζονος και γόνιμου προβληματισμού είναι η προβλεπόμενη μείωση των εδρών στα επόμενα περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια. Η μείωση δηλαδή των εκλεγμένων περιφερειακών και δημοτικών συμβούλων.

Και αυτή η ρύθμιση θεωρώ ότι κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Δεν μπορούμε να ζητάμε να μειωθεί ο αριθμός των βουλευτών και να μη θέλουμε να μειωθεί ο αριθμός των δημοτικών συμβούλων. Μπαίνει από πολλούς ζήτημα πλουραλισμού και πολυφωνίας. Αλήθεια, όσοι το βάζουν επιθυμούν κιόλας να γίνουν οι εκλογές με την απλή αναλογική, που διασφαλίζει και τον πλουραλισμό και την πολυφωνία; Προφανώς οι περισσότεροι όχι. Μειώνεται η δυναμική των ανώτατων τοπικών συλλογικών οργάνων; Σε καμιά περίπτωση. Περιορίζεται η εκπροσώπηση των πολιτών; Επίσης, δεν βλέπω κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, εάν μελετήσουμε λίγο περισσότερο τον εκλογικό νόμο, θα διαπιστώσουμε ότι γίνονται πιο πρακτικές και ουσιαστικές οι συνεδριάσεις των δημοτικών συμβουλίων, πιο γρήγορες, ενώ ακούγεται η φωνή των δημοτικών συμβούλων περισσότερο και αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα. Και το πιο σημαντικό είναι ότι επιτυγχάνεται ακόμη μεγαλύτερη παρέμβαση των πολιτών στη λειτουργία των δήμων, με την ενίσχυση των τοπικών συμβουλίων, που παύουν να είναι διακοσμητικά, αλλά αναγκαστικά αποκτούν ενισχυμένο ρόλο ως οι διοικητικοί θεσμοί, που είναι πιο κοντά στη γειτονιά, στην τοπική κοινωνία. Ο νέος νόμος ενισχύει τα τοπικά συμβούλια, αναπληρώνοντας αν θέλετε το ισοζύγιο της αναλογικότητας, του πλουραλισμού και της πολυφωνίας και παρότι είναι ένας νόμος ενισχυμένης αναλογικής, είναι περισσότερο αμεσοδημοκρατικός.

Ένα τρίτο σημείο προβληματισμού είναι στην πρόβλεψη του νέου νόμου ότι ο αριθμός των υποψήφιων συμβούλων κάθε συνδυασμού μπορεί να είναι ίσος με τον αριθμό των εδρών του δημοτικού συμβουλίου προσαυξημένος κατά 150%.
Πράγματι είναι μια μεγάλη δοκιμασία για τις παρατάξεις που θα διεκδικήσουν κάθε δήμο να έχουν εκατοντάδες υποψήφιους εφόσον θέλουν να παρουσιάσουν ένα πλήρες ψηφοδέλτιο. Στον δήμο Πυλαίας – Χορτιάτη, για να δώσω ένα παράδειγμα, που δεν είναι κι από τους μεγαλύτερους πληθυσμιακά δήμους της χώρας, κάθε συνδυασμός, που επιθυμεί να εμφανίσει πλήρες ψηφοδέλτιο, θα πρέπει να έχει κοντά στους 200 υποψήφιους.

Η κριτική που γίνεται για περιορισμό του συγκεκριμένου ποσοστού στο 50% είναι στη σωστή κατεύθυνση. Όμως δεν θεωρώ ότι πρόκειται για πολύ σημαντικό ζήτημα. Πρώτον η προσαύξηση είναι προαιρετική. Συνεπώς τα ψηφοδέλτια δεν χρειάζεται να έχουν τόσους πολλούς υποψήφιους. Δεύτερον συνιστά πρόκληση για τις παρατάξεις να κινητοποιήσουν πολύ κόσμο, να βάλουν δηλαδή τον πολίτη να ασχοληθεί ενεργά με τα κοινά, με τα αυτοδιοικητικά, με τα θέματα του τόπου του κι αυτό είναι εξαιρετικά θετικό. Τρίτον όποιος αντιμετωπίζει ως ζήτημα εντυπώσεων το πλήρες ψηφοδέλτιο είναι εκείνος που έχει ζήτημα. Την ψήφο των πολιτών πρέπει να την κερδίζουμε με τις θέσεις μας, με τις προτάσεις μας, με τις ιδέες μας, με την ποιότητα των υποψηφίων μας κι όχι με τον αριθμό τους και τα μακροσκελή ψηφοδέλτια. Ό,τι κάποιος συνδυασμός έχει 200 υποψήφιους δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι έχει και μεγαλύτερη δυναμική στην κοινωνία από έναν συνδυασμό με 120.

Τέλος, σε ό,τι αφορά στην κριτική για την προεδρία στα τοπικά συμβούλια των κοινοτήτων με πληθυσμό άνω των 300 κατοίκων, θεωρώ ότι είναι πολύ σωστή η παρατήρηση της ΠΕΔΚΜ, που προτείνει πρόεδρος να εκλέγεται ο πλειοψηφών δημοτικός σύμβουλος από τον συνδυασμό του δημάρχου, στην κατεύθυνση της λειτουργικότητας κι όχι της δημοκρατικότητας, διότι ο πλειοψηφών δημοτικός σύμβουλος σε μια κοινότητα σημαίνει ότι έχει την προτίμηση των κατοίκων και συνεπώς έχει το δημοκρατικό δικαίωμα να προεδρεύει του τοπικού συμβουλίου, ακόμη κι αν είναι σε συνδυασμό μειοψηφίας στο δημοτικό συμβούλιο. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποβεί επιζήμιο κι όχι επωφελές για την πρόοδο των ζητημάτων της κοινότητας στην πράξη.

 

Δημοσιεύτηκε στο ειδησιογραφικό portal

Ο προβληματισμός στην Τοπική Αυτοδιοίκηση για τον νέο νόμο, με τον οποίο θα γίνουν οι εκλογές του Οκτωβρίου του 2023, είναι εύλογος. Τα συλλογικά όργανα της Αυτοδιοίκησης, τόσο κεντρικά (ΚΕΔΕ), όσο και περιφερειακά (ΠΕΔΚΜ), υποβάλλουν προτάσεις, με στόχο αλλαγές στον νέο εκλογικό νόμο.

Γνώμη μου είναι ότι ο εκλογικός νόμος δεν μπορεί να αλλάζει κατά το δοκούν. Για να ψηφιστεί ο νέος νόμος προηγήθηκε διαβούλευση, κατατέθηκαν τα επιχειρήματα και οι προτάσεις και πλέον έχουμε μια συγκεκριμένη βάση, πάνω στην οποία θα γίνουν οι περιφερειακές και δημοτικές εκλογές.

Και την έχουμε εγκαίρως, κάτι που σημαίνει ότι οι κανόνες υπάρχουν και γνωρίζουμε όλοι πώς πρέπει να λειτουργήσουμε μέχρι τις εκλογές. Αν κάθε τόσο αλλάζουν οι κανόνες, τότε δημιουργούνται συνθήκες ανισότητας και ανισοτιμίας.

Αυτό ως μια γενική παρατήρηση. Υπάρχουν όμως ζητήματα, τα οποία θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν, με διορθώσεις κι όχι με έναν νέο εκλογικό νόμο, όπως και ζητήματα, τα οποία αντιμετωπίζει ο νέος νόμος και ορισμένοι δεν θα ήθελαν για τους δικούς τους λόγους να αντιμετωπιστούν.

Το πιο καταφανές παράδειγμα είναι το σύστημα με το οποίο θα διεξαχθούν οι εκλογές του επόμενου Οκτωβρίου. Η απλή αναλογική με την οποία έγιναν οι εκλογές του 2019, δημιούργησε πλείστα όσα προβλήματα στη λειτουργία και κυρίως στη διοίκηση των δήμων. Οι συνεργασίες, που θεωρητικά θα ενίσχυε η απλή αναλογική, όπως και ο πλουραλισμός, στην πράξη αποδείχτηκαν επιζήμιες κι όχι επωφελείς στο παραγόμενο έργο για τους πολίτες και τον τόπο. Αγνή και άδολη ευρεία συνεργασία δεν υπήρξε σχεδόν σε κανέναν δήμο, που για να αποκτήσει διοίκηση χρειάστηκε να γίνουν εκπτώσεις και υποχωρήσεις ή ακόμη και συνεννοήσεις κάτω από το τραπέζι, αλισβερίσια και προσωπικές συμφωνίες δίχως προγραμματικό πλαίσιο, δίχως αρχές, δίχως ηθική. “Συνεργασίες”, οι οποίες γρήγορα έγιναν τροχοπέδη για την υλοποίηση σημαντικών έργων και παρεμβάσεων. Η απλή αναλογική ανέδειξε ζητήματα “κυβερνησιμότητας” και λειτουργικότητας, ακόμη και σχεδιασμού ή προτεραιοποίησης – ιεράρχησης στους περισσότερους δήμους.

Τώρα αν το ποσοστό 43% με το οποίο βγαίνει πλέον δήμαρχος θα έπρεπε να είναι 50% ή άλλο, είναι κάτι που θα πρέπει να το δούμε στην πράξη. Από τη στιγμή όμως που βγαίνει κυβέρνηση (νόμος ενισχυμένης αναλογικής για τις εθνικές εκλογές) με ποσοστό κάτω από 40%, τότε θεωρώ ότι δεν συνιστά μείζον ζήτημα το ποσοστό με το οποίο εκλέγεται δημοτική αρχή. Το 50% συν μια ψήφος δίνει δημαρχία άλλωστε και με την απλή αναλογική.

Ένα δεύτερο ζήτημα μείζονος και γόνιμου προβληματισμού είναι η προβλεπόμενη μείωση των εδρών στα επόμενα περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια. Η μείωση δηλαδή των εκλεγμένων περιφερειακών και δημοτικών συμβούλων.

Και αυτή η ρύθμιση θεωρώ ότι κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Δεν μπορούμε να ζητάμε να μειωθεί ο αριθμός των βουλευτών και να μη θέλουμε να μειωθεί ο αριθμός των δημοτικών συμβούλων. Μπαίνει από πολλούς ζήτημα πλουραλισμού και πολυφωνίας. Αλήθεια, όσοι το βάζουν επιθυμούν κιόλας να γίνουν οι εκλογές με την απλή αναλογική, που διασφαλίζει και τον πλουραλισμό και την πολυφωνία; Προφανώς οι περισσότεροι όχι. Μειώνεται η δυναμική των ανώτατων τοπικών συλλογικών οργάνων; Σε καμιά περίπτωση. Περιορίζεται η εκπροσώπηση των πολιτών; Επίσης, δεν βλέπω κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, εάν μελετήσουμε λίγο περισσότερο τον εκλογικό νόμο, θα διαπιστώσουμε ότι γίνονται πιο πρακτικές και ουσιαστικές οι συνεδριάσεις των δημοτικών συμβουλίων, πιο γρήγορες, ενώ ακούγεται η φωνή των δημοτικών συμβούλων περισσότερο και αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα. Και το πιο σημαντικό είναι ότι επιτυγχάνεται ακόμη μεγαλύτερη παρέμβαση των πολιτών στη λειτουργία των δήμων, με την ενίσχυση των τοπικών συμβουλίων, που παύουν να είναι διακοσμητικά, αλλά αναγκαστικά αποκτούν ενισχυμένο ρόλο ως οι διοικητικοί θεσμοί, που είναι πιο κοντά στη γειτονιά, στην τοπική κοινωνία. Ο νέος νόμος ενισχύει τα τοπικά συμβούλια, αναπληρώνοντας αν θέλετε το ισοζύγιο της αναλογικότητας, του πλουραλισμού και της πολυφωνίας και παρότι είναι ένας νόμος ενισχυμένης αναλογικής, είναι περισσότερο αμεσοδημοκρατικός.

Ένα τρίτο σημείο προβληματισμού είναι στην πρόβλεψη του νέου νόμου ότι ο αριθμός των υποψήφιων συμβούλων κάθε συνδυασμού μπορεί να είναι ίσος με τον αριθμό των εδρών του δημοτικού συμβουλίου προσαυξημένος κατά 150%.
Πράγματι είναι μια μεγάλη δοκιμασία για τις παρατάξεις που θα διεκδικήσουν κάθε δήμο να έχουν εκατοντάδες υποψήφιους εφόσον θέλουν να παρουσιάσουν ένα πλήρες ψηφοδέλτιο. Στον δήμο Πυλαίας – Χορτιάτη, για να δώσω ένα παράδειγμα, που δεν είναι κι από τους μεγαλύτερους πληθυσμιακά δήμους της χώρας, κάθε συνδυασμός, που επιθυμεί να εμφανίσει πλήρες ψηφοδέλτιο, θα πρέπει να έχει κοντά στους 200 υποψήφιους.

Η κριτική που γίνεται για περιορισμό του συγκεκριμένου ποσοστού στο 50% είναι στη σωστή κατεύθυνση. Όμως δεν θεωρώ ότι πρόκειται για πολύ σημαντικό ζήτημα. Πρώτον η προσαύξηση είναι προαιρετική. Συνεπώς τα ψηφοδέλτια δεν χρειάζεται να έχουν τόσους πολλούς υποψήφιους. Δεύτερον συνιστά πρόκληση για τις παρατάξεις να κινητοποιήσουν πολύ κόσμο, να βάλουν δηλαδή τον πολίτη να ασχοληθεί ενεργά με τα κοινά, με τα αυτοδιοικητικά, με τα θέματα του τόπου του κι αυτό είναι εξαιρετικά θετικό. Τρίτον όποιος αντιμετωπίζει ως ζήτημα εντυπώσεων το πλήρες ψηφοδέλτιο είναι εκείνος που έχει ζήτημα. Την ψήφο των πολιτών πρέπει να την κερδίζουμε με τις θέσεις μας, με τις προτάσεις μας, με τις ιδέες μας, με την ποιότητα των υποψηφίων μας κι όχι με τον αριθμό τους και τα μακροσκελή ψηφοδέλτια. Ό,τι κάποιος συνδυασμός έχει 200 υποψήφιους δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι έχει και μεγαλύτερη δυναμική στην κοινωνία από έναν συνδυασμό με 120.

Τέλος, σε ό,τι αφορά στην κριτική για την προεδρία στα τοπικά συμβούλια των κοινοτήτων με πληθυσμό άνω των 300 κατοίκων, θεωρώ ότι είναι πολύ σωστή η παρατήρηση της ΠΕΔΚΜ, που προτείνει πρόεδρος να εκλέγεται ο πλειοψηφών δημοτικός σύμβουλος από τον συνδυασμό του δημάρχου, στην κατεύθυνση της λειτουργικότητας κι όχι της δημοκρατικότητας, διότι ο πλειοψηφών δημοτικός σύμβουλος σε μια κοινότητα σημαίνει ότι έχει την προτίμηση των κατοίκων και συνεπώς έχει το δημοκρατικό δικαίωμα να προεδρεύει του τοπικού συμβουλίου, ακόμη κι αν είναι σε συνδυασμό μειοψηφίας στο δημοτικό συμβούλιο. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποβεί επιζήμιο κι όχι επωφελές για την πρόοδο των ζητημάτων της κοινότητας στην πράξη.

Δημοσιεύτηκε στο ειδησιογραφικό portal Voria